Η ανάγκη ίδρυσης της "Κοινωνικής Συμφωνίας"

Η ίδρυση της «Κοινωνικής Συμφωνίας» είναι αποτέλεσμα των ριζικών μεταβολών που συντελούνται στην κοινωνική και οικονομική συγκρότηση της χώρας, καθώς και στη λειτουργία των θεσμών και του πολιτικού συστήματος.

 

Οι συντελούμενες αλλαγές οφείλονται στην κρίση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, που πήρε τη μορφή οξείας κρίσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

 

Στην ελληνική της εκδοχή, η ανεξέλεγκτη χρηματοπιστωτική κρίση πήρε τα χαρακτηριστικά μιας πρωτοφανούς κρίσης εμπιστοσύνης στη δυνατότητα αποπληρωμής του συσσωρευμένου χρέους, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί πλήρης αδυναμία δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας, οι διαρθρωτικές της ανισορροπίες, η αδυναμία του κράτους να υποστηρίξει αναπτυξιακές πολιτικές και ο απόλυτος δημοσιονομικός εκτροχιασμός στον οποίο οδήγησε η κυβέρνηση Καραμανλή, ανέδειξαν την Ελλάδα, στο τέλος του 2009, ως τον αδύναμο κρίκο της Ευρωπαϊκής οικονομίας.

 

Σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επέβαλαν οι διεθνείς αγορές, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να οδηγηθεί σε καθεστώς διεθνούς οικονομικής επιτήρησης. Με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, η χώρα  εξασφάλισε μεν τη χρηματοδότηση των τρεχουσών αναγκών της, αναγκάστηκε όμως να επιβάλει  έκτακτα μέτρα βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής.

 

Η εμμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της συντηρητικής Ευρώπης σε ακραίες νεοφιλελεύθερες ιδέες για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος, βύθισε την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση, διόγκωσε την ανεργία και τις κοινωνικές ανισότητες και οδήγησε σε αδυναμία του συστήματος ν’ ανταποκριθεί στις επιπτώσεις της κρίσης, ακόμη και στον κίνδυνο της πτώχευσης.

 

Η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», που επέβαλαν οι δανειστές μας και ενστερνίστηκε η Κυβερνητική πλειοψηφία, οδήγησε στη δραματική μείωση μισθών και συντάξεων, στη  συμπίεση της μεσαίας τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, και στην κατάρρευση της αξίας κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων. Συντελέστηκε, έτσι, μια πρωτοφανής αναδιανομή εισοδήματος στην Ελλάδα, που διασπά  την κοινωνική συνοχή και  υπονομεύει τη δημοκρατία.  

 

Έναντι της πολιτικής των δανειστών, η χώρα εξ’ αρχής βρέθηκε χωρίς εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση και σχέδιο διαπραγμάτευσης. Υπό την πίεση του χρόνου, η Κυβέρνηση δέχθηκε τις επιταγές της «Τρόικας».

 

Από την πρώτη στιγμή που η χώρα μας χρειάστηκε να προστρέξει  σε διεθνή βοήθεια για να μη χρεοκοπήσει, στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε η αντιπαράθεση δύο ρευμάτων σκέψης, ήδη διαμορφωμένων από παλιά. Το ένα ρεύμα, που αποδέχθηκε νεοφιλελεύθερες ιδέες και συνταγές, δήλωνε απόλυτη προσήλωση στην πολιτική που υπαγόρευε η τριμερής οικονομική επιτήρηση, δηλαδή στη βίαιη δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση. Το «κοινωνικό» ρεύμα υποστήριζε, στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, ότι η διάσωση της χώρας εντός του ευρώ απαιτεί μεν δημοσιονομική προσαρμογή  και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά με  εξασφάλιση  της αναπτυξιακής  δυναμικής  και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

 

Η σύγκρουση των δύο ρευμάτων ήταν συνεχής, άλλοτε φανερή και άλλοτε υπόγεια. Στην κυβερνητική πρακτική κυριάρχησε το πρώτο. Η σύγκρουση κορυφώθηκε, όταν η Κυβέρνηση Συνεργασίας έφερε προς ψήφιση στη Βουλή  το δεύτερο Μνημόνιο.

 

Ενώ η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη σε βαθιά ύφεση και η ανεργία στα ύψη, η χώρα δεσμεύτηκε, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, χωρίς να αποφασίσουν δημοκρατικά τα συλλογικά κομματικά όργανα των κυβερνητικών κομμάτων, να επιβάλει πρόσθετες περικοπές μισθών και συντάξεων, μείωση κατώτατων μισθών και αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων χωρίς καμία πρόβλεψη για την άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής, παροχή φορολογικών απαλλαγών στο τραπεζικό σύστημα, παράλληλα με την φορολογική επιβάρυνση των μεσαίων και ασθενέστερων οικονομικά τάξεων.

 

Με τις δεσμεύσεις που επιβλήθηκαν, η συλλογική αυτονομία των κοινωνικών οργανώσεων και κινημάτων και οι σχετικές με αυτήν συνταγματικές διατάξεις και ευρωπαϊκές συνθήκες καταστρατηγήθηκαν. Μαζί τους καταργήθηκαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και το εργατικό δίκαιο που τις διέπει.

 

Περιορίστηκε η εθνική κυριαρχία της χώρας μας, καθώς το κράτος παραιτήθηκε, όπως και η Τράπεζα της Ελλάδος, από το καθεστώς ασυλίας  έναντι κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων.  

 

Η σύγκρουση αυτή   οδήγησε πολλούς από το κοινωνικό, κεντροαριστερό ρεύμα στην οριστική ρήξη και στην απόφαση να συμπράξουμε με  πολίτες που ασπάζονται τις ίδιες αρχές και αξίες  στο πλαίσιο ενός νέου ελπιδοφόρου Κινήματος: της «Κοινωνικής Συμφωνίας».

 

Η ίδρυση της «Κοινωνικής Συμφωνίας» φιλοδοξεί να καλύψει το διαπιστωμένο πολιτικό κενό που χαρακτηρίζεται  από την  αδυναμία των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών να προτείνουν και να δρομολογήσουν αξιόπιστες λύσεις για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Οι πολιτικοί σχηματισμοί δεν μπορούν  να αναστείλουν την προϊούσα αμφισβήτηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας και να απαντήσουν στην αγωνία της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων, ιδιαίτερα των νέων, για το μέλλον της πατρίδας τους.

 

Φιλοδοξούμε ν’ απαντήσουμε στο αίτημα της κοινωνίας να εκφραστεί  μέσα από νέου τύπου  ανοιχτά και  δημοκρατικά σχήματα και να ανταποκριθούμε στο παλλαϊκό αίτημα για τη διατύπωση μιας ρεαλιστικής και συγχρόνως ριζοσπαστικής πολιτικής εξόδου από την πολύμορφη κρίση που μαστίζει την Ελλάδα.

 

Δεσμευόμαστε να υπηρετήσουμε μια προοδευτική πολιτική πρόταση που θα θέσει στο επίκεντρο της την προστασία του εθνικού και δημοσίου συμφέροντος, που θα προάγει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας,  την  κοινωνική δικαιοσύνη, την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Μια πολιτική εθνικής αξιοπρέπειας.

 

Καλούμε όλους να συνυπογράψουμε μια αξιόπιστη, προοδευτική, Κοινωνική Συμφωνία. Για την Ελλάδα. Στην Ευρώπη.